-
1 κατάχτηση
[катактиси] ουσ. Θ. захват, завоевание, катактртт^катактитис][/*] ουσ. а. захватчик, завоеватель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάχτηση
-
2 освоение
-я ουδ.αφομοίωση• αξιοποίηση καλλιέργεια•освоение нового материала учениками η αφομοίωση της νέας διδακτικής ύλης από τους μαθητές•
освоение новых методов производства αφομοίωση νέων μεθόδων παραγωγής.
|| κατάχτηση• καλλιέργεια•освоение техники η κατάχτηση της τεχνικής•
освоение космоса κατάχτηση του Διαστήματος•
освоение целинных и залежных земель η καλλιέργεια των παρθένων και χέρσων εδαφών.
-
3 завоевание
-
4 космос
космос м о κόσμος, το διάστημα; освоение \космоса η κατάχτηση του διαστήματος* * *мο κόσμος, το διάστημαосвое́ние ко́смоса — η κατάχτηση του διαστήματος
-
5 оккупация
-
6 освоение
освоение с η αφομοίωση, η αξιοποίηση* η κατάχτηση (покорение)' \освоение целинных земель η αξιοποίηση της χέρσας γης* * *сη αφομοίωση, η αξιοποίηση; η κατάχτηση ( покорение)освое́ние цели́нных земе́ль — η αξιοποίηση της χέρσας γης
-
7 освоение
освоениес ἡ ἀφομοίωση [-ις], ἡ κατάκτηση [-ις], ἡ κατάχτηση:\освоение новой техники ἡ κατάκτηση τής νέας τεχνικής· \освоение це-ли́нных и залежных земель ἡ ἀξιοποίηση τῶν ἀκαλλιέργητων καί χέρσων ἐκτάσεων \освоение космоса ἡ κατάκτηση τοῦ κοσμικού διαστήματος. -
8 завоевание
[ζαβαιβάνιιε] ονσ. о. κατάχτηση -
9 завоевание
[ζαβαιβάνιιε] ονσ. о. κατάχτηση -
10 овладение
[αβλαντιένιιε] ουσ ο. κατάχτηση, κατάληψη -
11 освоение
[ασβαιένιιε] ουσ. ο. κατάχτηση, αφομοίωση -
12 завоевание
[ζαβαιβάνιιε] ονσ. о. κατάχτηση -
13 завоевание
[ζαβαιβάνιιε] ονσ. о. κατάχτηση -
14 овладение
[αβλαντιένιιε] ουσ ο κατάχτηση, κατάληψη -
15 освоение
[ασβαιένιιε] ουσ ο κατάχτηση, αφομοίωση -
16 взятие
-я ουδ.κατάληψη, κυρίευση, κατάχτηση, εκπόρθηση, πάρσιμο, άλωση•взятие константинополя η άλωση της Κωνσταντινούπολης•
власти η κατάληψη της εξουσίας•
взятие крепости κυρίευση του φρουρίου.
-
17 овладение
-я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κυρίευση, κατάληψη, πάρσιμο. || κατάχτηση, αφομοίωση•овладение знаниями αφομοίωση των γνώσεων.
См. также в других словарях:
κατάχτηση — η 1. κτήση με τη βία, κυρίευση: Η κατάχτηση της Ευρώπης από τους Γερμανούς δεν ήταν εύκολο έργο. 2. ερωτική επιτυχία:Έχει πολλές καταχτήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… … Dictionary of Greek
Στότζας — Βυζαντινός στρατιωτικός, γνωστός και με το όνομα Τσότζας. Πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρχηδόνας εναντίον των Βανδάλων (534). Μετά την κατάχτηση της Βόρειας Αφρικής και την αναχώρηση του Βελισάριου, ο Σ. πρωτοστάτησε στη στάση της φρουράς της… … Dictionary of Greek